- τσιγάρο
- τό1) сигарета; папироса;
πίνω τσιγάρο — курить;
κόβω το τσιγάρο — бросать курить;
2) курение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πίνω τσιγάρο — курить;
κόβω το τσιγάρο — бросать курить;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσιγάρο — το (λ. ιταλ.) 1. μικρός κύλινδρος από φύλλα καπνού, που είναι κατάλληλα τυλιγμένα για κάπνισμα, το πούρο. 2. το τσιγαρέτο (βλ. λ.), το τσιγάρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιγάρο — και λόγιος τ. σιγάρο(ν), το, Ν κομμένος καπνός, τυλιγμένος σε ειδικό χαρτί σε σχήμα μικρού κυλίνδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. cigarro, πιθ. από κάποια λ. τής γλώσσας τών Μάγια. Η λ., στον λόγιο τ. σιγάρον / τσιγάρον, μαρτυρείται από το 1871 στο… … Dictionary of Greek
πούρο — Τσιγάρο χωρίς τσιγαρόχαρτο. Aποτελείται από περιτυλιγμένα φύλλα καπνού, σε κυλινδρικό σχήμα, που καταλήγει σε κωνοειδή άκρα. Η ποιότητα του π. εξαρτάται κυρίως από το φύλλο που αποτελεί το περικάλυμμα και που διαποτίζει όλο το π. με το άρωμά του … Dictionary of Greek
σιγαρέτο — και τσιγαρέτο, το, Ν (παλ. τ.) 1. το τσιγάρο 2. το πούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. sigaretta, υποκορ. τού sigaro (πρβλ. σιγάρο / τσιγάρο*)] … Dictionary of Greek
τσιγαριλίκι — και τσιγαρλίκι, το, Ν στριφτό τσιγάρο που περιέχει χασίς ή μαριχουάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιγάρο + κατάλ. λίκι (πρβλ. θεριακ λίκι)] … Dictionary of Greek
Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… … Wikipedia
Sotiria Bellou — ( el. Σωτηρία Μπέλλου; 1921 ndash;1997) was a famous Greek singer and performer of the Greek rebetiko type of music [Kotarides Nikos, Ρεμπέτες και ρεμπέτικο τραγούδι. Athens, Plethron, 1996] . Biography Sotiria Bellou was born in Halia of Euboia … Wikipedia
Терзис, Пасхалис — Пасхалис Терзис … Википедия
άφιλτρος — η, ο φρ. «άφιλτρο τσιγάρο» αυτό που δεν έχει φίλτρο … Dictionary of Greek
αποκαπνίζω — (Α ἀποκαπνίζω) καπνίζω, θυμιατίζω, άρρωστο με καπνό από φάρμακα, άνθη του Επιταφίου κ.λπ. για να τον γιατρέψω νεοελλ. 1. καπνίζω το τσιγάρο μέχρι τέλους 2. καπνίζω με την ησυχία μου … Dictionary of Greek
αποτσίγαρο — το ό,τι απομένει από καπνισμένο τσιγάρο … Dictionary of Greek